Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ραθυμοποιός — όν, Α αυτός που καθιστά κάποιον ράθυμο, επιπόλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥᾴθυμος + ποιός*] … Dictionary of Greek